- ισοδαίτης
- ἰσοδαίτης, ὁ (Α)1. (επίθ. τού Διονύσου και τού Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους2. ονομασία ενός δαίμονα3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. αγριο-δαίτης, ξενο-δαίτης].
Dictionary of Greek. 2013.